Στο συγκεκριμένο άρθρο θέλω να διαφοροποιηθώ λιγάκι από την κλασική αθλητική ψυχολογία και να αναφερθώ σε ένα κομμάτι της, αυτό της συμβουλευτικής..
Η αθλητική ψυχολογία είναι ένας τομέας που άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα στον επαγγελματικό αθλητισμό και πρωταθλητισμό. Στόχος της είναι η βελτίωση των ψυχολογικών δεξιοτήτων του αθλητή, για τη μεγιστοποίηση της απόδοσής του. Ο ρόλος της είναι καθαρά εκπαιδευτικός και όχι ψυχοθεραπευτικός. Βοηθά τον αθλητή στη διαχείριση του άγχους του, στην καλύτερη αυτοσυγκέντρωσή του και στην αυτοπεποίθησή του σε συνάρτηση με τις αθλητικές του δραστηριότητες.
Η συμβουλευτική ψυχολογία κινείται σε λίγο διαφορετικό επίπεδο. Δίνει έμφαση στο κίνητρο επάρκειας και την επανατροφοδότηση, αθλητών, γονιών, αλλά και προπονητών. Κάνει προτάσεις για την σωστή διαχείριση της ομάδας σε έναν προπονητή, τον βοηθά να αξιολογήσει τα ψυχολογικά προσόντα που θέλει να αναπτύξει ο ίδιος και αφορούν στο ύφος ηγέτη που επιθυμεί να ακολουθεί και του ταιριάζει. Συνεπακόλουθα, διερευνά τους βαθύτερους λόγους που κινούν κάποιους γονείς να ωθούν επίμονα τα παιδιά τους στον αθλητισμό.
Στις αρχές του 1990, άρχισαν οι πρώτες παρατηρήσεις για τις συνέπειες που επέφερε η μονομερής έμφαση στην επίδοση του αθλητή, στην ψυχολογική και σωματική του υγεία. Ειδικά στους νεαρούς αθλητές, παρατηρήθηκε ότι η εμμονή στις επιδόσεις δημιούργησε άτομα με μονοδιάστατες αθλητικές ταυτότητες και άσχημες συμπεριφορές, που τους ακολουθούσαν στην προσωπική τους ζωή, ακόμα και όταν αποσύρθηκαν από τον αθλητισμό. Έτσι, η αθλητική ψυχολογία άρχισε να δίνει έμφαση στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων της ζωής στους αθλητές, με στόχο την εναρμόνιση της αθλητικής και κοινωνικής ζωής.
Η «θεωρία της επάρκειας», αναπτύχθηκε σαν έννοια από τον αμερικάνο ψυχολόγο Robert W. White. Σύμφωνα με αυτή, το κίνητρο επάρκειας, είναι μια έμφυτη ανάγκη στα παιδιά αλλά και στους ενήλικες, να αλληλεπιδρούν με το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον: να πειραματίζονται για να διαπιστώσουν αν μπορούν να τα καταφέρουν για να τελειοποιήσουν τις δεξιότητές τους, για να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους -εν γένει- και τελικά να απολαύσουν την αίσθηση που θα αποκομίσουν, βιώνοντας συναισθήματα ικανοποίησης. Ως εκ τούτου, η «εσωτερικά κινητοποιούμενη συμπεριφορά» ή αλλιώς «εσωτερική παρακίνηση» ενός αθλητή, είναι το μυστικό για την καλή του ψυχολογία, δηλαδή το να αθλείται και να διασκεδάζει, έχοντας κυρίως προσωπικά κίνητρα και όχι γιατί θα ευχαριστήσει τους «σημαντικούς άλλους» στη ζωή του, ή θα κερδίσει μια ανταμοιβή. Από έρευνες που έχουν γίνει, έχει αποδειχτεί πως με την «εσωτερική παρακίνηση», τα παιδιά γίνονται πιο επίμονα, έχουν καλύτερη απόδοση και ενδιαφέρονται για μεγάλο χρονικό διάστημα γι’ αυτό που κάνουν. Στα πλαίσια του πρωταθλητισμού, ο αθλητής θέλγεται κάποιες φορές περισσότερο από «εξωτερικά κινητοποιούμενη συμπεριφορά», για να αποκτηθεί μια αμοιβή, γιατί κάτι τέτοιο εξυπηρετεί το σύλλογο που ανήκει ή ικανοποιεί την επιθυμία του γονιού του. Το αποτέλεσμα είναι πως οδηγείται συχνά σε μεγάλη ψυχολογική φόρτιση.
Σε μια έρευνα στις ΗΠΑ σχετική με τον εξωσχολικό αθλητισμό, η οποία διεξάχθηκε ανάμεσα σε 8.000 παιδιά, ο σημαντικότερος λόγος συμμετοχής τους σε αθλοπαιδιές, ήταν η διασκέδαση και όχι η νίκη. Τα παιδιά από τη φύση τους υιοθετούν έναν αμυντικό μηχανισμό, αυτόν του παντοδύναμου ελέγχου. Πιστεύουν ότι είναι παντοδύναμα και όμοια και οι άνθρωποι που αγαπούν και θαυμάζουν, οι γονείς και οι δάσκαλοί τους. Τα παιδιά, μετά το 5ο έτος της ηλικίας τους, μέσα από το παιχνίδι προσδοκούν ευκαιρίες για επιτυχία, διασύνδεση, υπεροχή, ανεξαρτησία και επιθετικότητα. Έχουν ανάγκη να αισθάνονται ότι τα καταφέρνουν και συμμετέχουν στο παιχνίδι. Γι’ αυτό και τα ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η συμμετοχή από τη νίκη. Είναι η ιδανική ηλικία για να ενθαρρυνθούν, να μάθουν να τολμούν ακόμα και αν φοβούνται, να παίζουν και να σέβονται τον αντίπαλο και τους κανόνες, να αντέχουν την ήττα. Δυστυχώς όμως, στους αγωνιστικούς χώρους οι «μεγάλοι» ενδιαφέρονται συχνά, πρωτίστως για τη νίκη.
Στο σημείο τούτο, πρέπει να γράψω ότι ή άποψη εκείνων που διατείνονται ότι μόνο θετικές συνέπειες έχει στην ανάπτυξή των παιδιών, η συμμετοχή τους σε αγώνες αθλοπαιδιών, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί με τα λόγια της διακεκριμένης αμερικανίδας κλινικής ψυχολόγου Nancy McWilliams: “η κοινωνική επιδοκιμασία ενός τρόπου ζωής, ο οποίος ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια, επικυρώνει μια πολιτισμική ψυχοπαθολογία. Τα τελευταία χρόνια, συνεχώς αμφισβητώ τις πεποιθήσεις των ασθενών μου, για το πόσο μπορούν να ζορίσουν τον εαυτό τους”. Επομένως, δε γνωρίζουμε, ευθύς εξαρχής, το όριο στο οποίο ένα παιδί πιέζεται για να αγωνιστεί ή να εκπληρώσει τους ευσεβείς πόθους κάποιων άλλων και θα πρέπει να διερευνούμε με ευλάβεια μέχρι που φτάνουν οι αντοχές του, για να το προστατέψουμε.
Σοφία Ξυγαλά
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Δογάνης: ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Χριστοδουλίδης.
G.J. Graig & D. Baucum: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Εκδόσεις Παπαζήση.
M. Hewstone & W. Stroebe: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Παπαζήση.
R. Martens: ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Σάλτο.